- βᾰθῠμῆτα
- (Aeol., cf., εὐρύοπα, simm.)
1 profoundly wise
βαθυμῆτα Χίρων N. 3.53
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαθυμῆτα Χίρων N. 3.53
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαθυμῆτα — βαθυμήτης masc voc sg βαθυμήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)